- λαχανιάζω
- λαχάνιασα, λαχανιασμένος, κοντανασαίνω ύστερα από πορεία ή τρέξιμο: Έφτασε ιδρωμένος και λαχανιασμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαχανιάζω — λαχανιάζω, λαχάνιασα, λαχανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… … Dictionary of Greek
κοντανασαίνω — λαχανιάζω, αγκομαχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελαχανιάζω — και ξελαγανιάζω 1. παύω να είμαι λαχανιασμένος, συνέρχομαι από το λαχάνιασμα 2. ασθμαίνω, λαχανιάζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λαχανιάζω] … Dictionary of Greek
αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] … Dictionary of Greek
αποφυσώ — (AM ἀποφυσῶ, άω) διώχνω κάτι με φύσημα μσν. νεοελλ. μουγκρίζω νεοελλ. 1. μυρίζω άσχημα 2. κλάνω 3. λαχανιάζω αρχ. μσν. φρ. «ἀποφυσῶ ψυχήν, ψυχίδιον, πνεῡμα» ξεψυχώ … Dictionary of Greek
ασθμαίνω — (AM ἀσθμαίνω) [άσθμα] αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω αρχ. 1. καταβάλλω προσπάθεια 2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία … Dictionary of Greek
ασκομαχώ — ( άω) αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκώνω «φουσκώνω, γίνομαι σαν ασκί, φυσώ σαν το ασκί» + μαχώ (πρβλ. αγκομαχώ)] … Dictionary of Greek
βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… … Dictionary of Greek
διασυρίζω — και διασυρίττω (Α) 1. σφυρίζω 2. (για άνεμο) φυσάω, σφυρίζω («καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῡμα δρόσου διασυρίζον») 3. διαδίδω κάτι με ψιθύρους («τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἀπαντᾱ ἢ διασυρίττει») 4. λαχανιάζω … Dictionary of Greek